Ο Σπύρος Καλογήρου δικαιωματικά ανήκει στο «κλαμπ των μεγάλων» του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Αν και άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τον θέατρο, σε ηλικία 33 ετών, διέγραψε μια μεγάλη και επιτυχημένη καριέρα.
Γεννήθηκε στην Κυψέλη και από τα εφηβικά του χρόνια άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος. Με το θέατρο ασχολούνταν ερασιτεχνικά, μέχρι που κάποιος σκηνοθέτης τον παρότρυνε να γραφτεί στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Πρωτοεμφανίστηκε με τον θίασο του Νίκου Χατζίσκου στον «Ερωτόκριτο» το 1955 και ακολούθησε ο «Άμλετ». Η θεατρική του σταδιοδρομία άρχισε ουσιαστικά να διαμορφώνεται με την ένταξή του στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, το 1960, με το οποίο έπαιξε σε ιστορικές παραστάσεις (π.χ. «Ορνιθες», «Πέρσες») σε Ελλάδα και εξωτερικό. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με κορυφαίους θιάσους, ενώ στην δεκαετία του ΄80 έκανε δικό του θίασο μαζί με την σύζυγό του, Ευαγγελία Σαμιωτάκη, με την οποία αποτέλεσαν ένα από τα πιο αγαπημένα και μακροβιότερα ζευγάρια της ελληνικής σόουμπιζ. Έπαιξε σε περίπου 200 θεατρικά έργα, σε όλα τα είδη ρόλων, από κλασικούς μέχρι επιθεώρηση.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 στην ταινία του Ντίμη Δαδήρα «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας». Ακολούθησε μια λαμπρή κινηματογραφική καριέρα, με 55 συμμετοχές σε ταινίες, από τις οποίες οι 34 ήταν της Φίνος Φιλμ. Ταυτίστηκε με την εικόνα του κακού, και κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η πληθωρική του φωνή και το μοναδικό, δυνατό τρεμάμενο γέλιο του. Η ατάκα του στην ταινία «Λόλα» προς τον Νίκο Κούρκουλο «είναι πολλά τα λεφτά, Άρη» έχει αφήσει εποχή.
Το 1966 του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία μικρού μήκους «Τζίμης ο Τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη, ενώ το 1971 του απονεμήθηκε ο Αργυρός Απόλλωνας για τον ρόλο του στην ταινία «Κατάχρηση Εξουσίας». Επίσης τιμήθηκε με τη Χρυσή Κεφαλή του Θεάτρου Βαχτάγκοφ της Μόσχας.