Τα Τραγούδια Της Φωτιάς
Τα Τραγούδια Της Φωτιάς(1975)

Τα Τραγούδια της Φωτιάς!

Πηγή: Βασίλης Σωτηρόπουλος, cine.gr

Βρισκόμαστε στις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης του 1974. Η Αθήνα είναι ένα καζάνι που μόλις έχει σκάσει: παντού διοργανώνονται συναυλίες και εκδηλώσεις για την πτώση της δικτατορίας. Οι κινηματογραφιστές της εποχής παίρνουν στα χέρια τους κάμερες και ξαμολιούνται στους δρόμους, να καταγράψουν τον παλμό αυτών των ιστορικών ημερών.

Ο Νικος Κουνδουρος τότε ήταν ήδη ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης-σταρ της ελληνικής κινηματογραφίας, έχοντας περάσει μάλιστα και από τη Μακρόνησο για τις ιδέες του. Η μεταπολιτευτική Αθήνα, τα παθιασμένα πλήθη και τα πανηγύρια τον ερεθίζουν να γυρίσει ένα ντοκιμανταίρ. Το μόνο του ντοκιμανταίρ. Μαζί με πέντε διευθυντές φωτογραφίας, μεταξύ των οποίων ο Νικος Καβουκιδης και ο Νικος Γαρδελης, γυρίζουν μια ταινία η οποία, κατά τον κύριο κορμό της αποτελείται από live ερμηνείες τραγουδιών σε κατάμεστα στάδια.

Ο Νταλάρας («Ήλιε μου σε παρακαλώ», «Γοργόνα Παναγιά», «Ζαβαρακατρανέμια», «Στη μια γωνιά», «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα»), ο Ξυλούρης («Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», «Πόσα χρόνια δίσεκτα»), ο Μανος Λοϊζος («Τσε Γκεβάρα»), η Μερκουρη («Το καφενείον η Ελλάς», σε στίχους Κ.Χ.Μύρη [!] και «Πικρά καλοκαίρια»), και οι απαραίτητες Κωχ και Φαραντουρη. Μαέστρος ο Μικης Θεοδωρακης στα ντουζένια του, εκείνη την εποχή, με την φουντωτή του κώμη να τινάσσεται σε κάθε «να τη, πετιέται». Η συγκίνηση του πλήθους έχει αποτυπωθεί στο φιλμ, στο οποίο κάθε κάμερα παρακολουθεί και την απέναντι κάμερα, την ώρα που καταγράφει τους τραγουδιστές.

Εκτός από την προφανή ιστορική και συγκινησιακή αξία που έχει η ταινία, αξίζει ως καταγραφή και για έναν άλλο λόγο: έχει πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς τα ντυσίματα και το styling της εποχής. Κυριαρχούν τα πολύ μακριά μαλλιά, οι άτολμες καμπάνες (μη μας πουν και αμερικανάκια) και γενικότερα ένας μαγικός μεταπολιτευτικός ρεαλισμός, ανεπανάληπτος στα στυλιστικά ελληνικά δεδομένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι παρατηρείται ομοιομορφία ανάμεσα στους stars της εποχής. Η Μαρίζα Κωχ ερμηνεύοντας με new age τρόπο δημοτικά τραγούδια («Αρμενάκι» και «Στο πα και στο ξαναλέω») είναι ντυμένη με μια στολή μετα-καραγκούνας, η Φαραντουρη απηχεί τις στερεοτυπικές απεικονίσεις μιας αψεγάδιαστης κνίτισσας, η Μελινα;Θεοδωρακης κλέβει την παράσταση με το απλό και απέριττο μαύρο πουκάμισο-παντελόνι (όπως και ο κρητικός Ξυλούρης), το οποίο έκτοτε καθιέρωσε σε όλες τις εμφανίσεις του εκτός από το γνωστό μωβ ατόπημα που του είχε σχεδιάσει ο Vassileios Kostetsos για μια ηρωδειάτικη εκδοχή του Άξιον Εστί.

Η ταινία, όμως, παρά τον τίτλο της, δεν περιέχει μόνο τραγούδια. Περιέχει και «φωτιά». Παρακολουθούμε αποσπάσματα από μία κηδεία στην Κύπρο εκείνης της εποχής, όπου ο νεαρός Λοϊζος μόλις έχει δολοφονηθεί. Η κηδεία είναι μια σιωπηλή διαδήλωση με πλακάτ όπου αναγράφονται συνθήματα όπως «Murdered by C.I.A.» κ.λ.π. Σε κάποια άλλη στιγμή της ταινίας παρακολουθούμε σκηνές από την 24/11/1974 στο κέντρο της Αθήνας, όπου τα πλήθη στο δρόμο ετοιμάζονται για μία πορεία, ενώ από μεγάφωνα ακούγεται η φωνή της Δαμανάκη και κάποιου «συντρόφου». Μετά τα «Μαλαματένια Λόγια» που τραγουδάει ο Χαλκιάς, παρακολουθούμε τη συνέντευξη του Χρήστου Ρεκλείτη, ο οποίος περιγράφει με λεπτομέρειες τα βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη στα χέρια της Ασφάλειας κατά τη διάρκεια της επταετίας. Μάλιστα δίνει τα ονοματεπώνυμα των προσώπων που τον βασάνισαν. Η ταινία κλείνει με τον Μικη να θεριεύει με τη «Ρωμιοσύνη» και τους τραγουδιστές να τον περιστοιχίζουν.

Το δύσκολο έργο του μοντάζ ανέλαβε ο Αριστειδης Καρυδης Φουκς, o oποίος παρέδωσε ένα άρτιο – για τα δεδομένα της εποχής – τελικό αποτέλεσμα.